- περιδέρκομαι
- περιδέρκομαι, poet. for περιβλέπω, Nonn.D.22.58, AP5.288 (Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιδέρκομαι — Α (ποιητ. τ.) περιβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek